- μεταστάσεων
- μεταστάσεω̆ν , μετάστασιςremovingfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σαρκωμάτωση — η, Ν ιατρ. εκτεταμένη ή καθολική, λόγω μεταστάσεων, μορφή σαρκώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sarcomatosis (< σάρκωμα, ατος)] … Dictionary of Greek
Γερουλάνος, Μαρίνος — (Πάτρα 1867 – Αθήνα 1960). Χειρουργός, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Μονάχου. Τον χρόνο της αποφοίτησής του (1892) έλαβε τον τίτλο του διδάκτορα με τη διατριβή Περί των μεταστάσεων κακοηθών νεοπλασιών εν… … Dictionary of Greek